Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Τα χέρια




Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της; Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν.

Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της «πού τα ’μαθες αυτά μωρέ γυναίκα;»
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, έτσι που κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει. Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και τα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.

Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ’πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους.
Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά. Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά  κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.

Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα. Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δε λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά το ένα μέσα στο άλλο, «κοίτα, λέει, που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα» και γελάει από μέσα της και δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να’χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.

Ένα ποίημα του Μιχάλ Γκανά από τη συλλογή «Γυναικών, Μελάνι».

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Μέρες αργίας


Το blog αυτό αποτελεί το μέρος, όπου καταφεύγω όταν έχω τις μαύρες μου.

Να είσαι χαρούμενος φίλε αναγνώστη που δεν νιώθω, προς το παρόν, την ανάγκη να ανέβω στον αστεροειδή μου...
Να γελάς και να προβληματίζεσαι!

Υ.γ1: Μερικές σελίδες ακόμα για τον "Τελευταίο πειρασμό" του Νίκου Καζαντζάκη.
Yγ2: Στην επόμενη ανάρτηση θα σου γνωρίσω τον καινούργιο μου φίλο. Εκείνον που μου κρατάει συντροφιά καθώς διαβάζω και που θυμάται για μένα τη σελίδα στην οποία τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν νυσταγμένα. 

Yγ3: Τραγουδάκι; Εδώ!

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

Είναι τόσο σπάνιες οι ευτυχισμένες στιγμές;


-Είναι τόσο σπάνιες οι ευτυχισμένες στιγμές; Ρώτησε κείνο το βράδυ τ'αστέρι.
Το δέντρο μόλις είχε κλείσει τα βλέφαρα του να ξεκουραστεί. Κούνησε τα κλαδιά του κι αποκρίθηκε λίγο νυσταγμένα.
- Όχι... Όχι. Δεν είναι τόσο σπάνιες. Μόνο που... Να, οι άνθρωποι κυνηγούν αυτές τις στιγμές με το μυαλό τους. Κι αυτό είναι, πως να στο πω, υπόθεση τηε καρδιάς.
-Πες μου κάποιες χαρούμενες στιγμές.
-Άσε με τώρα, νυστάζω.
-Πες μου, επέμενε τ' αστέρι. Πες μου μερικές.
-Ένα παξιμαδάκι κανέλας στα ζαρωμένα χέρια της γιαγιάς. Ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια κάτω από το κρεβάτι του Φώτη. Ένα κοχύλι στα όνειρα της Αγγελικής... Ένα φορτηγάκι στο χρώμα του φεγγαριού. Καληνύχτα. Νυστάζω πολύ απόψε.
-Πες μου ακόμα μια ευτυχισμένη στιγμή. Και ύστερα θα σ' αφήσω να κοιμηθείς.
-Σ' αγαπώ, πολύ!
-Καληνύχτα! είπε τ' αστέρι τρισευτυχισμένο. Κι έδωσε μια βουτιά και πιάστηκε από τα ματόκλαδα του φεγγαριού.

Απόσπασμα από το βιβλίο "Το χρώμα του φεγγαριού" της Αλκυόνης Παπαδάκη

Υ.Γ: Το φθινόπωρο έφτασε! Τυπικά, τουλάχιστον, αφού όπως φαίνεται θα περιμένουμε πολύ ακόμα για τις πρώτες σταγόνες βροχής. Πάντα μου άρεσε η περίοδος αναμονής για τα πρωτοβρόχια. Η μυρωδιά της βρεγμένης γης. Το καλοκαίρι με κούρασε και χρειάζομαι τη μελαγχολία του καιρού. Ευχές, λοιπόν, για ένα βροχερό και κρύο φθινόπωρο.