Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014
Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014
Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014
Με την ταχύτητα ενός κλείστρου
Η αντιμετώπισή σου
σαν διοπτική ρεφλέξ φωτογραφική μηχανή,
ο άνω φακός με είδε ως βράχο σωτηρίας
ο κάτω φακός
ο άνω φακός με είδε ως βράχο σωτηρίας
ο κάτω φακός
με φωτογράφισε σαν ασκό του Αιόλου
που μέσα του αποστράγγιξες
τη χαμερπή σου ανυπαρξία.
τη χαμερπή σου ανυπαρξία.
Το γδάρσιμο πιο σκληρό από το ντύσιμο της ψευτιάς σου.
Tip: άλλαξε φακό πριν εκείνος σε απογυμνώσει (για τα καλά).
Ελένη.Μ
Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014
Res, non verba
Θα πάρω
την τσαλακωμένη μου καρδιά
και θα φύγουμε,
αφού ποτέ δεν την θέλησες αληθινά,
αφού ποτέ δεν την θέλησες αληθινά,
αφού βαρέθηκες
το χρώμα των ματιών μου
να κοιτάζεις,
αφού σ’αρέσει τόσο ηδονιστικά
να με βλέπεις να πονάω
για την τόση αγάπη
να με βλέπεις να πονάω
για την τόση αγάπη
που έχω
μόνο για’ σένα.
Αδίκησες το αβάσταχτο
σαν να ήταν κάτι αμελητέο,
Αδίκησες το αβάσταχτο
σαν να ήταν κάτι αμελητέο,
σαν ένα χαμόγελο
που ξεκρεμάστηκε
από το πρόσωπό μου
και αγκιλώθηκε πάνω
από το πρόσωπό μου
και αγκιλώθηκε πάνω
στης τριανταφυλλιάς τ’αγκάθια,
σαν το σώμα μου ν’ απλώνεται
ρούχο βρεγμένο
σε ηλιόλουστο μπαλκόνι.
Τόση απονιά που την βρίσκεις;
Σου χάρισα έναν ολόκληρο κόσμο
μέσα από τα πιο τρυφερά φυλλοκάρδια
Σου χάρισα έναν ολόκληρο κόσμο
μέσα από τα πιο τρυφερά φυλλοκάρδια
της ψυχής μου
μονάχα
μονάχα
για να
υπάρχεις
εσύ.
Ελένη.Μ
Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014
Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014
Υάκινθοι μιας άλλης εποχής
Hands and Cigarette |
Βγαίνουμε και οι δυο στο μπαλκόνι
το τσιγάρο σου τελειώνει
μα με κοιτάς βαθιά στα μάτια και μου λες
“Έχω όλο το χρόνο για' σένα…”
Σου απαντώ λέγοντάς σου πως
το τσιγάρο σου τελειώνει
μα με κοιτάς βαθιά στα μάτια και μου λες
“Έχω όλο το χρόνο για' σένα…”
Σου απαντώ λέγοντάς σου πως
“Δεν έχω χρόνο για κανέναν”.
Η πεταμένη γόπα σου σιωπά
και η σκέψη μου ονειρεύεται
Η πεταμένη γόπα σου σιωπά
και η σκέψη μου ονειρεύεται
πως θα ήταν όμορφο
να ανασαίναμε
μαζί τους υάκινθους
ένα ηλιόλουστο πρωινό,
όταν όλα θα ήταν
διαφορετικά.
Ελένη.Μ
Η ετικέτα
Henri Cartier-Bresson, Untitled, Italy, 1933 |
Tο είχα ξεχάσει
πως εσένα
πως εσένα
δεν σε αγγίζει
τίποτα πια,
είσαι μονάχα
είσαι μονάχα
σαν ένα σφουγγάρι
που θέλει
που θέλει
να μου απορροφά
ενέργεια.
Τουλάχιστον
Τουλάχιστον
ας μην καταναλώνουμε
τους εαυτούς μας
τους εαυτούς μας
σε ανούσιες συζητήσεις
ας μιλάμε μονάχα για τα ουσιώδη.
ας μιλάμε μονάχα για τα ουσιώδη.
Εξάλλου,
για μια “καλημέρα” και ένα “καληνύχτα”
ανατέλλει και δύει ο κόσμος.
για μια “καλημέρα” και ένα “καληνύχτα”
ανατέλλει και δύει ο κόσμος.
Ελένη.Μ
Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014
Mal de -
Ένα αργεντίνικο τανγκό ο έρωτάς μου
ενδοφλέβιος σπαραγμός
η φωνή μου που σε καλεί
πως μπόρεσε η καρδιά σου
να με αφήσει να χορεύω μόνη;
Που ακόμη και τα φύλλα κλαίνε
σε έναν παράλογο κυματισμό δακρύων
καθώς σπαταλάω τα βήματά μου
λοξοδρομώντας
από τα δικά σου ίχνη.
Πες μου αν η ζωή έχει νόημα
όταν σε αναζητώ και εσύ δεν απαντάς
πες μου πως το δικό σου παιχνίδι
δεν ήταν άλλη μια μαριονέτα
και εγώ δεν ήμουν
άλλο ένα πιόνι
στη σκακιέρα.
Να θυμάσαι,
έστω γλυκόπικρα,
πως πάντοτε θα σου τραγουδώ
σαν μια νοσταλγική λατέρνα
που οι νότες της είχαν
όλη την αγάπη του κόσμου
μονάχα για’ σένα.
Απλώνω τα χέρια μου
σε έναν γκρεμό
και εκείνος μου ανταποδίδει
έναν παλμό
που δεν γνωρίζω
αν ζει
ακόμη.
ενδοφλέβιος σπαραγμός
η φωνή μου που σε καλεί
πως μπόρεσε η καρδιά σου
να με αφήσει να χορεύω μόνη;
Που ακόμη και τα φύλλα κλαίνε
σε έναν παράλογο κυματισμό δακρύων
καθώς σπαταλάω τα βήματά μου
λοξοδρομώντας
από τα δικά σου ίχνη.
Πες μου αν η ζωή έχει νόημα
όταν σε αναζητώ και εσύ δεν απαντάς
πες μου πως το δικό σου παιχνίδι
δεν ήταν άλλη μια μαριονέτα
και εγώ δεν ήμουν
άλλο ένα πιόνι
στη σκακιέρα.
Να θυμάσαι,
έστω γλυκόπικρα,
πως πάντοτε θα σου τραγουδώ
σαν μια νοσταλγική λατέρνα
που οι νότες της είχαν
όλη την αγάπη του κόσμου
μονάχα για’ σένα.
Απλώνω τα χέρια μου
σε έναν γκρεμό
και εκείνος μου ανταποδίδει
έναν παλμό
που δεν γνωρίζω
αν ζει
ακόμη.
Ελένη.Μ
Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014
Κανένα αντίδοτο
The No-Life |
Τον θυμάμαι καθώς κοίταζα απέξω από το παράθυρο. Έκανα ένα τσιγάρο και αφέθηκα πλήρως να κοιτάζω τον ουρανό και τα περιστέρια που πετούσαν ή ξεκουράζονταν σε κάποια μεταλλικά δοκάρια, καμιά φορά κοιτούσα τη μικρή αυλή παρατηρώντας την ασυμμετρία των φυτών. Έμοιαζαν εγκλωβισμένα μέσα στο ίδιο το περιβάλλον τους, μου θύμισαν τον εαυτό μου, καθώς το καθένα είχε τόση απόσταση από το άλλο ώστε να μπορούν να τραγουδούν φωναχτά τις αποστάσεις. Τα τείχη γύρω τους έμοιαζαν να το ευχαριστιούνται που είχαν εγκλωβίσει μέσα τους λίγη ζωή και την τυραννούσαν σε αυτό το μεγάλο εγκλεισμό. Ίσως τα μάτια των φυτών να έβλεπαν ουρανό αλλά κυρίως ένιωθα το παράπονό τους να με συνεπαίρνει μαζί τους όπως εκείνοι οι τυχαίοι υπάλληλοι που διέσχιζαν το διάδρομο όσο πιο νωχελικά και βαρετά μπορούσαν, δεν τους βαστούσε ούτε το ίδιο το σώμα τους, ακόμη και τα λόγια τους όταν συναντούσαν κάποιον άλλο συνάδελφό τους ήταν μετρημένα και συνηθισμένα, τα προσχήματα φαίνεται έχουν προτεραιότητα. Ήταν μεγαλόσωμος, φορούσε ένα άσπρο πουκάμισο και τα κουμπιά του πιέζονταν από το βάρος της κοιλιάς του. Ήταν ντυμένος δημόσιος υπάλληλος. Αναρωτιέμαι γιατί όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, κυρίως οι άντρες, ντύνονται με τον ίδιο τρόπο. Δεν δίνω και τόση μεγάλη σημασία σε αυτήν τη σκέψη και εξακολουθώ να τον παρατηρώ. Το γραφείο του ήταν τακτοποιημένο, γεμάτο από έντυπα και άλλες, κυρίως άσπρες στο χρώμα, κόλλες. Σήκωσε μια φορά το τηλέφωνο και στη συνέχεια κάθισε στην καρέκλα του με τα ροδάκια και πήγαινε πέρα δώθε. Το γνωρίζω καλά αυτό το παιχνίδι, είναι το γνωστό “σκοτώνω την ώρα μου”. Σε λίγο καταφτάνουν και άλλοι δύο συνάδελφοί του, κουβεντιάζουν και οι τρεις μαζί. Στρέφω το κεφάλι μου μία στον ουρανό και μία στον κήπο. Κοιτάζω δίχως να σκέφτομαι, έτσι είναι καλύτερα, μου αφήνω περιθώρια να αφουγκαστρώ και να μετουσιωθώ σε κάποιον άλλο, που ούτε εγώ η ίδια δεν γνωρίζω ποιος είναι αυτός ο άλλος άγνωστος αλλά θα ήθελα να είχε ένα πρόσωπο ή έστω μια φωνή για να μπορέσουμε να διασταυρώσουμε τις ματιές μας. Μόλις γύρισα να τον ξανά δω, οι άλλοι δύο που είχαν έρθει, μόλις είχαν κιόλας φύγει. Είχε φέρει μαζί του και το σκύλο του, αγνώστου ράτσας, που ο καημένος ανήμπορος από οτιδήποτε είχε απλά κουρνιάσει στη γωνιά του, κάτι παρόμοιο με το αφεντικό του. Ανάβω ένα δεύτερο τσιγάρο και αναρωτιέμαι σοβαρά. Τι νόημα έχει να δουλεύει κανείς; Βλέπω έναν αλλοτριωμένο άνθρωπο μέσα από την πιο αλλοτριωτική απασχόληση, την οποιαδήποτε απασχόληση. Προβάλλω τον εαυτό μου στο μέλλον, κάνω υποθέσεις, και αυτές διαλύονται αμέσως γιατί ξέρω πως δεν μου ταιριάζει τίποτα από όλα αυτά. Το αβέβαιο και το αόριστο με μονομαχεί συνεχώς μα εκείνο δεν ξέρει πως αγωνίζομαι με την καρδιά και θα το νικήσω. Εσύ δίπλα μου, μού μιλάς για ένα σωρό ασήμαντα πράγματα και για τις δικηγορικές σου υποθέσεις με μια αφέλεια και ένα χαζοχαρούμενο ύφος δίχως να καταλαβαίνεις πως μέσα μου πεθαίνω αργά και μεθοδευμένα αφού και τα μάτια σου έπαψαν να κοιτούν με στοργή τα δικά μου. Αναρωτιέμαι γιατί τόση αλλοτρίωση και αποξένωση από παντού.
Μέσα μου το κατακάθι της ειμαρμένης απογοήτευσης.
What makes life worth living ?
Ελένη.Μ
Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014
Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)