Όταν περπατάς στο κενό δίχως έρωτα,
δίχως έρωτα,
χωρίς εσένα, χωρίς εσένα,
χωρίς το σώμα σου
που άγγιξα μια φτερωτή στιγμή
κι ενώθηκα μαζί σου.
Κι όταν με άγγιξες σήμερα,
απλή συγκυρία της καλημέρας
τάραξες όλο μου τον κόσμο.
Ψυχή και σώμα εσένα σκέφτονται από τότε.
Με άγγιξες μέσα μου, το κενό μου
έγινε ολόκληρο κι όχι μερικό.
Σκούντηξες πάλι την καρδιά μου κι η ανόητη σκίρτησε!
Ω! Πόσο ανόητη!
Που προκάλεσε ηδονή στο μυαλό μου κι ένιωσε και πάλι χτυποκάρδι.
Ανόητη.
Και τώρα θλίβομαι στην απελπισία μου
δακρύζοντας μιαν ανάμνηση,
ακούγοντας τραγούδια που θυμίζουν τα μάτια της θάλασσας που βυθιζόμουν
αλάκερη αμμουδιά στο βυθό της,
τυλιγμένη μ'ένα σωρό ναυάγια
απ΄τις αγκυροβολημένες σκέψεις μου για σένα.
Τώρα τίποτα, κενό μηδενός εξαιρουμένου.
Έλα σώσε με,
για πρώτη φορά σου ζητάω βοήθεια,
έλα σώσε με,
δεν αντέχω άλλο το βάρος της μοναξιάς.
Γέμισαν ίσκιοι τα μάτια μου.
Φυσάει φαντάσματα ο αγέρας κι έρχεσαι εσύ τη νύχτα
και χτυπάς το πορτοπαράθυρο των ονείρων μου.
Γύρνα πίσω, γύρνα σε εμάς,
γύρνα σε μένα,
σ'εκλιπαρώ σαν αμυγδαλιά μαδημένη
στη μέση του χειμώνα,
γύρνα σε μένα.
Δεν υπάρχει καμιά εποχή χωρίς την άλλη,
κι εγώ δεν μπορώ να προχωρήσω
χωρίς να ζήσω τον έρωτά σου,
αυτόν που πήρε αναστολή κι ύστερα
ημερομηνία θανάτου ως το έσχατο αντίο
του ανεκπλήρωτου έρωτα.
Για πρώτη φορά ένιωσα ερωτευμένη,
μαζί σου,