![]() |
The No-Life |
Τον θυμάμαι καθώς κοίταζα απέξω από το παράθυρο. Έκανα ένα τσιγάρο και αφέθηκα πλήρως να κοιτάζω τον ουρανό και τα περιστέρια που πετούσαν ή ξεκουράζονταν σε κάποια μεταλλικά δοκάρια, καμιά φορά κοιτούσα τη μικρή αυλή παρατηρώντας την ασυμμετρία των φυτών. Έμοιαζαν εγκλωβισμένα μέσα στο ίδιο το περιβάλλον τους, μου θύμισαν τον εαυτό μου, καθώς το καθένα είχε τόση απόσταση από το άλλο ώστε να μπορούν να τραγουδούν φωναχτά τις αποστάσεις. Τα τείχη γύρω τους έμοιαζαν να το ευχαριστιούνται που είχαν εγκλωβίσει μέσα τους λίγη ζωή και την τυραννούσαν σε αυτό το μεγάλο εγκλεισμό. Ίσως τα μάτια των φυτών να έβλεπαν ουρανό αλλά κυρίως ένιωθα το παράπονό τους να με συνεπαίρνει μαζί τους όπως εκείνοι οι τυχαίοι υπάλληλοι που διέσχιζαν το διάδρομο όσο πιο νωχελικά και βαρετά μπορούσαν, δεν τους βαστούσε ούτε το ίδιο το σώμα τους, ακόμη και τα λόγια τους όταν συναντούσαν κάποιον άλλο συνάδελφό τους ήταν μετρημένα και συνηθισμένα, τα προσχήματα φαίνεται έχουν προτεραιότητα. Ήταν μεγαλόσωμος, φορούσε ένα άσπρο πουκάμισο και τα κουμπιά του πιέζονταν από το βάρος της κοιλιάς του. Ήταν ντυμένος δημόσιος υπάλληλος. Αναρωτιέμαι γιατί όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, κυρίως οι άντρες, ντύνονται με τον ίδιο τρόπο. Δεν δίνω και τόση μεγάλη σημασία σε αυτήν τη σκέψη και εξακολουθώ να τον παρατηρώ. Το γραφείο του ήταν τακτοποιημένο, γεμάτο από έντυπα και άλλες, κυρίως άσπρες στο χρώμα, κόλλες. Σήκωσε μια φορά το τηλέφωνο και στη συνέχεια κάθισε στην καρέκλα του με τα ροδάκια και πήγαινε πέρα δώθε. Το γνωρίζω καλά αυτό το παιχνίδι, είναι το γνωστό “σκοτώνω την ώρα μου”. Σε λίγο καταφτάνουν και άλλοι δύο συνάδελφοί του, κουβεντιάζουν και οι τρεις μαζί. Στρέφω το κεφάλι μου μία στον ουρανό και μία στον κήπο. Κοιτάζω δίχως να σκέφτομαι, έτσι είναι καλύτερα, μου αφήνω περιθώρια να αφουγκαστρώ και να μετουσιωθώ σε κάποιον άλλο, που ούτε εγώ η ίδια δεν γνωρίζω ποιος είναι αυτός ο άλλος άγνωστος αλλά θα ήθελα να είχε ένα πρόσωπο ή έστω μια φωνή για να μπορέσουμε να διασταυρώσουμε τις ματιές μας. Μόλις γύρισα να τον ξανά δω, οι άλλοι δύο που είχαν έρθει, μόλις είχαν κιόλας φύγει. Είχε φέρει μαζί του και το σκύλο του, αγνώστου ράτσας, που ο καημένος ανήμπορος από οτιδήποτε είχε απλά κουρνιάσει στη γωνιά του, κάτι παρόμοιο με το αφεντικό του. Ανάβω ένα δεύτερο τσιγάρο και αναρωτιέμαι σοβαρά. Τι νόημα έχει να δουλεύει κανείς; Βλέπω έναν αλλοτριωμένο άνθρωπο μέσα από την πιο αλλοτριωτική απασχόληση, την οποιαδήποτε απασχόληση. Προβάλλω τον εαυτό μου στο μέλλον, κάνω υποθέσεις, και αυτές διαλύονται αμέσως γιατί ξέρω πως δεν μου ταιριάζει τίποτα από όλα αυτά. Το αβέβαιο και το αόριστο με μονομαχεί συνεχώς μα εκείνο δεν ξέρει πως αγωνίζομαι με την καρδιά και θα το νικήσω. Εσύ δίπλα μου, μού μιλάς για ένα σωρό ασήμαντα πράγματα και για τις δικηγορικές σου υποθέσεις με μια αφέλεια και ένα χαζοχαρούμενο ύφος δίχως να καταλαβαίνεις πως μέσα μου πεθαίνω αργά και μεθοδευμένα αφού και τα μάτια σου έπαψαν να κοιτούν με στοργή τα δικά μου. Αναρωτιέμαι γιατί τόση αλλοτρίωση και αποξένωση από παντού.
Μέσα μου το κατακάθι της ειμαρμένης απογοήτευσης.
What makes life worth living ?
Ελένη.Μ
0 Σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου