Κι ἤμουν στὸ σκοτάδι. Κι ἤμουν τὸ σκοτάδι.
Καὶ μὲ εἶδε μία ἀχτίδα
Δροσούλα τὸ ἱλαρὸ τὸ πρόσωπό της
κι ἐγὼ ἤμουν τὸ κατάξερο ἀσφοδίλι.
Πῶς μ᾿ ἔσεισε τὸ ξύπνημα μιᾶς νιότης,
πῶς ἐγελάσαν τὰ πικρά μου χείλη!
Σάμπως τὰ μάτια της νὰ μοῦ εἶπαν ὅτι
δὲν εἶμαι πλέον ὁ ναυαγὸς κι ὁ μόνος,
κι ἐλύγισα σὰν ἀπὸ τρυφερότη,
ἐγὼ ποὺ μ᾿ εἶχε πέτρα κάνει ὁ πόνος.
Κώστας Καρυωτάκης
0 Σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου