![]() |
Still Life |
Ξαφνικά ακουστηκε σαν κρότος δυνατός που σκάει στο πάτωμα το τρεμουλιαστό δάκρυ της.Είναι ένα από αυτά που ο ξέπνοος αγέρας παρασύρει στο δρόμο φύλλα, από αυτά που δεν έχουν αντοχή κι όμως θεριεύουν, παίρνουν τα βήματα του αγέρα και τα κάνουν νόμους της δικιάς τους μελωδίας.
Μισοσκόταδο απλωνόταν στο δωμάτιο μα το φως του φεγγαριού γινόταν ίσκιος που σαν νάρκισσος σκαρφάλωνε κι αιχμαλώτιζε τους τοίχους του δωματίου. Όλα φαίνονταν ακίνητα μα όλα τους έβγαζαν σιγανές κραυγές από μέσα τους σαν να' θελαν να μου ψιθυρίσουν τις συλλαβές της άτεχνης σύνταξης της πρότασής τους. Στα χρώματα της πόλης είχαν ντυθεί τα έπιπλα και νόμιζα πως έμαθα όλη την ιστορία που δεν είχα καταφέρει να μάθω από το πρωινό σεργιάνι μου στους γραφικούς και χιλιοπατημένους δρόμους. Σταμάτα.Σταμάτα νου ν'αναπολείς κι άκου την επίπονη κραυγή που μου σπαράζει τα σωθικά, ποιανού είναι οι καυτοί λυγμοί που σαν ποτάμι ορμητικό ρέουν; Αγγίζω τη δρύινη υφή της πόρτας κι ένα τρίξιμο άξαφνο με ταράζει από την άβυσσο που βρισκόμουν.Μα δεν τη βλέπω πουθενά.<<Που είσαι;>>ρωτώ τη φωνή που κατοικεί μέσα μου.Εκεί την είδα.Την αντίκρυσα.Μια αιμματοβαμμένη ψυχή, η πονεμένη της ψυχή σαν να την είχαν σκίσει στα δυό, τα φλεγόμενα μάτια της που πετούσαν άγριες σπίθες έτοιμες να σε κάψουν αν τ'άγγιζες...
Ποια λέξη να ειπωθεί; Μια συλλαβή ικετεύω απ'το γκρεμό των χειλιών μου να βγει όπως θέλει εκείνη, ανάκατη σαν τα μαλλιά της που παίζουν παιχνίδια ερωτικά τα τολμηρά δάχτυλά μου.
Νιώθω μια λάμψη στα μάτια μου και...
πως να συγκρατίσω το δεύτερο μου εαυτό μου να μην πέσει στην αγκαλιά της και να την βοηθήσει, να μάθω ποιο βέλος σκοπεύτηκε να τη λαβώσει απόψε που το φεγγάρι λιώνει στο κοιταγμά σου σαν κόκκινη χορεύτρια του φλαμέγκο κι ο καβαλιέρος της ντυμένος στο χρώμα του πορτοκαλιού. Δε χωράνε άλλες σκέψεις στην εικόνα σου αυτή.Όλα μπαίνουν στην άκρη και μονομιάς ο λόγος που λησμονούσα έφτασε σαν χαμογελαστός επισκέπτης.
πως να συγκρατίσω το δεύτερο μου εαυτό μου να μην πέσει στην αγκαλιά της και να την βοηθήσει, να μάθω ποιο βέλος σκοπεύτηκε να τη λαβώσει απόψε που το φεγγάρι λιώνει στο κοιταγμά σου σαν κόκκινη χορεύτρια του φλαμέγκο κι ο καβαλιέρος της ντυμένος στο χρώμα του πορτοκαλιού. Δε χωράνε άλλες σκέψεις στην εικόνα σου αυτή.Όλα μπαίνουν στην άκρη και μονομιάς ο λόγος που λησμονούσα έφτασε σαν χαμογελαστός επισκέπτης.
<<Γιατί κλαίς...; Τι έγινε...;>>πόσο κουτή ερώτηση μπόρεσα να πω.Ντροπή μου αν μ'αυτά τα λόγια κάποια απάντηση θα μου δωθεί.
Απότομα έστρεψε το πρόσωπό της στο δικό μου.Ξύπνησε μέσα από έναν εφιάλτη που ονειρευόταν.Πόνος, θλίψη, μοναξιά, και μια φλόγα να σιγοσβήνει είχαν σκιαγραφτεί στο μελιστάλαχτο πρόσωπό της.Δεν είχα σκεφτεί ποτέ πως τα φύλλα μιας παπαρούνας μαυρίζουν.Η καρδιά της είναι πάντα μαύρη μα η ζωή της συνέχεια ένα κόκκινο φόρεμα φορά και περιφέρεται.Μα δε μπορεί η καρδιά να είναι μαύρη γι'αυτό και αργοπεθαίνει δηλώνοντας το θάνατό της στη ζωή της.Κάνει την καρδιά της μαύρη κι αυτή για ν'αντέξει την καρδιά της...
<<Οι θύμησες με κύκλωσαν..με συνεπήραν ενώ έπρεπε να τις κρατήσω έγκλιστες στο κουτί που τις φυλούσα τόσα χρόνια.Πήγαινε να ξαπλώσεις.Είμαι μια χαρά, μην ταράζεσαι>>.Ένα χαμόγελο όλο πείσμα απλώθηκε στα χείλη της θέλοντας να με διαβεβαιώσει πως ήταν μια χαρά...Τι φρικιαστικό ψέμα! Να ντύνεις τους κακοπαιγμένους ρόλους με ένα ψεύτικο χαμόγελο για να καλύψει τις ατέλειες του ηθοποιού...
<<Μάλλον οι θύμησες σε χτύπησαν βαριά στην ψυχή....Τα μάτια σου είναι κόκκινα.Θαρρείς πως τα έβαψες από ανεξίτηλο κόκκινο μαρκαδόρο.>>Μια πιο σοβαρή και πηχτή πάχνη της φωνής μου αντίχυσε στο δωμάτιο δίχως καμιά συμπόνια, καμιά θλίψη σαν να ξέχασα σε μια αχτίνα της στιγμής το πρόσωπο που είχα απέναντί μου.Μυστικά...Πολλά μυστικά που με συνθλίβουν μέσα μου.Δε μπορώ να βρω απαντήσεις κι όλο ένα γιατί με στοιχειώνει.Που κατοικεί αυτό το γιατί; Πότε θα πάρω απάντηση;Ποιά να είναι η απάντηση; Γιατί δε μου λέει τίποτα...;
<<Μην το συζητάμε άλλο, σε παρακαλώ.Είναι μια τελειωμένη συζήτηση.Είναι που τα αξιοθέατα που είδαμε σήμερα και ο τόπος μ'έκαναν να χορέψω σε ξενικούς ρυθμούς.>>.Ο τόνος της φωνής της άλλαξε, από άτονος δίχως μελωδία, συνοδευόμενος από ένα χορό λυγμών πήρε μια υφή ξενική και μια πικρή γεύση απ'τα λόγια της ήρθε και κάθισε σαν κατακάθι του καφέ στο λαιμό μου.
Με δίχαζε η υπερηφάνια μου, ο εγωισμός μου, η αγάπη μου γι'αυτήν...Ο αγώνας όμως κερδίθηκε από τον μυστικοπαθή εαυτό μου...Σηκώθηκα από δίπλα της και την άφησα εκεί μόνης της, τυλιγμένη στον αόρατο μανδύα του εαυτού της.Είχε διπλωθεί στα δύο σαν παιδάκι που είχε τιμωρηθεί για την αταξία του και το κεφάλι της ίσα που ακουμπούσε στα λιγνά γονατά της.Ο δρύινος καταρράκτης των μαλλιών της, της κάλυπτε το πρόσωπο σαν μάσκα του θεάτρου καθώς τα δάκρυά της είχαν χαράξει στεγνά ποτάμια στο αλαβάστρυνο δέρμα της.Με αργά αλλά σταθερά βήματα λες και κάποιος δεν ήθελε να σηκωθώ από δίπλα της, άδειος από φαντάσματα της σκέψης και της φαντασίας προχώρησα στο μπροστινό μπαλκονάκι.Τα σπίτια έμοιαζαν με φωτάκια της νύχτας, μικρά αλλά γεμάτα ζωή και ζεστασιά.<<Σαν κοιτάς κάθε σπίτι θα δεις να ξετυλίγεται μπρος σου η δικιά του ιστορία...>> μου είχες πει όταν είχαμε ξαποστάσει στη βρύση του χωριού.Ξάφνου ένα άρωμα με συνεπήρε.Τόσο μεθυστικό σαν κάποιο παλιό κρασί που είχα γευτεί κάποτε.Όχι, δεν ήταν άρωμα γένους θηλυκού μήτε αρσενικού.Ένιωσα στο κορμί μου ν'ανασένουν τα κλαδιά του γιασεμιού με τ'άνθη του να μου γεμίζουν την ψυχή και την καρδιά.Πνιχτό άρωμα, εισχωρεί μέσα σου, φτάνει στα άκρα σου και δε λέει με τίποτα να ξεμυτίσει προτού βρει άλλο θύμα να μπλέξει στα κλαδιά του...Ένας έρωτας ανθισμένος, γιομάτος από ευωδιά.Γιασεμί..., με ευλάβεια προφέρω το όνομά σου, με συντροφεύεις παντού ακόμα και στα πιο απόμακρα μέρη που δε φτάνει ο νους ν'αναπλάσει.
Είχα ξαπλωσει μεθυσμένος στην βολική αιώρα καθώς άκουσα τ'αργόσυρτα βήματά σου.Οι ίσκιοι των βημάτων σου εμφανίστηκαν στο φεγγαρόφωτο.Η σιώπή ατένιζε στο περιθώριο δίχως να αφήνει τις λέξεις στο σκοινί να περπατίσουν, μόνο τα βλέμματά μας διαστραβώνονταν σαν σκόνη αστερόσκονης.
<<Υπάρχει ζωή γύρω σου;>>, με ρώτησες έχοντας στυλομμένο το βλέμμα σου στο φεγγάρι που απόψε έδινε την καλύτερή του παράσταση.
<<Υπάρχει αν εμείς τη νιώθουμε δίπλα μας>>, άφησα να αιωρείται η απάντησή μου στο ζεστό κι όλο αρώματα αέράκι που περιπλανιόταν τριγύρω μας κι αμέσως μετά σε ρώτησα :
<<Γιατί ρωτάς;>>.
Η ματιά σου ακόμα εκεί κι ούτε ένα βλέμμα σου δεν έχουν αντικρύσει τα μάτια μου ακόμα.Κοίταξέ με! Η κραυγή μέσα μου πάλι φωνάζει ικετευτικά...
<<Νιώθω συνέχεια πως γύρω μου δεν υπάρχει τίποτα, ακόμα κι αν υπάρχει δε μου φαίνεται αληθινό, παρά μονάχα εσύ...με τρέφεις με ελπίδες ζωής>>.Γύρισες και με κοίταξες με δυο μάτια που κόντευα να πνιγώ μέσα στο άσπρο τους.Ένιωσα τα χέρια σου μέσα στα δικά μου να μπλέκουν το πιο σφιχτό γαιτανάκι του κόσμου.Το τρυφερό σου δέρμα που απαλά ένιωσα πάνω στο μάγουλό μου έκανε το κορμί μου να ριγάει ενώ εσύ είχες φωλιαστεί στην αγκαλιά μου.
<<Η δικια μας ιστορία που είναι;>>σε ρώτησα κι εσύ μ'αγάπη μ'αποκρίθηκες:
<<Είναι ήδη εδώ...μαζί μας...>>.
Ελένη.Μ
0 Σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου